μαρς

μαρς
I
(Mademoiselle Mars, Παρίσι 1779 – 1847). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Αν-Φρανσουά-Ιπολίτ Μπουτέ (Anne-Francoise-Hippolyte Boutet). Προσελήφθη στην Κομεντί Φρανσέζ, στην οποία κατέλαβε προνομιούχα θέση ως πρωταγωνίστρια έως το 1838. Διακρίθηκε για τη λεπτή χάρη με την οποία ερμήνευε τους ρόλους της φιλάρεσκης και δαιμόνιας γυναίκας σε έργα του Μολιέρου και του Μαριβό. Ήταν προικισμένη με σπάνια ερμηνευτική ιδιοφυΐα και θελκτική αβρότητα και εξελίχθηκε στην πιο εντυπωσιακή ηθοποιό του παλαιού καθεστώτος. Δημοφιλέστατη στο παρισινό κοινό, εξυμνήθηκε από ποιητές και παράλληλα κέρδισε τον θαυμασμό του Ναπολέοντα. Επιπλέον, ερμήνευσε ρόλους του ρομαντικού δράματος, απαλύνοντας τα θυελλώδη πάθη των ηρωίδων των Δουμά, Ουγκό και Βινί με τη συγκρατημένη ευγένεια του ύφους της, αποσπώντας και σε αυτό το νέο ρεπερτόριο την ενθουσιώδη επιδοκιμασία του κοινού.
II
(Marche). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Γαλλίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Κεντρικού Ορεινού Όγκου.
Περιλαμβάνει τους μητροπολιτικούς νομούς Κρεζ και Άνω Βιεν και τμήματα των Βιεν και Σαράντ. Μορφολογικά το έδαφος παρουσιάζει κλίση προς τα έξω με άγονα συχνά υψίπεδα. Η οικονομία της περιοχής στηρίζεται κυρίως στη γεωργία (δημητριακά, κτηνοτροφές, φρούτα και κηπευτικά), ενώ οι περιβαλλοντικές συνθήκες ευνοούν και την κτηνοτροφία (βοοειδή και προβατοειδή). Σημαντικότερη πόλη της Μ. είναι η Γκερέ, πρωτεύουσα του μητροπολιτικού νομού Κρεζ.
Κατά τη διάρκεια του 13ου αι. η Μ. ανήκε στον Οίκο των Λουζινιάν αλλά στις αρχές του επόμενου αιώνα κατελήφθη από τον Φίλιππο Δ’ της Γαλλίας. Στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή του Οίκου των Βουρβόνων και το 1531 αποτέλεσε τμήμα του Γαλλικού κράτους, μετά τη δήμευση των εκτάσεων που ανήκαν στον Κάρολο των Βουρβόνων, από τον Φραγκίσκο Α’.
* * *
το
1. στρατιωτικό εμβατήριο
2. (και ως επιφών.) παράγγελμα εκκίνησης ή άσκησης («εμπρός μαρς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marche, προστ. τού ρ. marcher «προχωρώ, βαδίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρς — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. στρατιωτικό εμβατήριο. 2. παράγγελμα για εκκίνηση ή εκτέλεση διάφορων κινήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Λουζινιάν — (Lusignan). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που στην πλειοψηφία τους διετέλεσαν κόμητες της Μαρς και της Ανγκουλέμ, ενώ ένας κλάδος της αποτέλεσε βασιλική δυναστεία της Κύπρου (1192 1474), κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας του νησιού·… …   Dictionary of Greek

  • Liste deutscher Wörter in anderen Sprachen — Inhaltsverzeichnis 1 Albanisch 2 Arabisch 3 Bosnisch/Kroatisch/Serbisch 4 Bulgarisch 5 …   Deutsch Wikipedia

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Ακούνια, Χερνάντο ντε- — (Hermando de Acuña, 1520– 1580). Ισπανός ευπατρίδης, διπλωμάτης, στρατιωτικός και λυρικός ποιητής. Μετέφρασε από τα γαλλικά τον Αποφασιστικό Ιππότη του Ολιβιέ ντε Λα Μαρς (1483) και από τα ιταλικά τον Ερωτευμένο Ρολάνδο του Μπογιάρντο …   Dictionary of Greek

  • Αλβέρτος — I Όνομα αυτοκρατόρων και μελών της δυναστείας των Αψβούργων. 1. Α. Α’ (1250 – 1308). Βασιλιάς της Γερμανίας και δούκας της Αυστρίας (1298 1308). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ροδόλφου Α’ των Αψβούργων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1291), δεν… …   Dictionary of Greek

  • Βουρβονική — (Bourbonnais). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Γαλλίας, που ορίζεται ΒΔ από το Μπερί, Β από τη Νιβερνέ, Α από τη Βουργουνδία, ΝΑ από τη Λιονέζ, Ν από την Οβέρνη και ΝΔ από τη Μαρς. Αντιστοιχεί περίπου στο διοικητικό διαμέρισμα Αλιέ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”